Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Αφηγηματικό και φωτογραφικό υλικό από τον Ανδρέα Αθανασίου: "Η Πολυθέα, αγάπη για όλη μου τη ζωή… "

Το πώς φθάσαμε στην Πολυθέα το έχω αναφέρει πάρα πάνω. Ξεκάθαρα η απόφαση της μάνας μου ήταν έναντι πάσης θυσίας να βελτιώσουμε την υγεία μας. Μια απόφαση που απαιτούσε τόλμη για μια αστή που δεν είχε ιδέα από ζωή στην ύπαιθρο. Τα αποτελέσματα ήταν πολλαπλά για τα παιδιά της, την ίδια και ακόμα για το ίδιο το χωριό μας. Εκκινώ από αυτό. Στην πλατεία του χωριού που τα βραδιά φωτίζονταν από μια λάμπα λουξ 300 κεριών είχαν δικαίωμα να βγαίνουν μόνο άνδρες. Η πρώτη γυναίκα που έσπασε αυτό το ταμπού ήταν η Ευαγγελία Αθανασίου,το γένος Τζίνη. Και ακολούθησαν οι δεσποινίδες Γκίρκα κι άλλες στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό γινόταν κάθε απόγευμα μετά τον απογευματινό περίπατο στην Φουντούνα (βρύση) τ΄ Αλέξη, 1000 μ. δυτικά του Χωριού με θέα τρεις κοιλάδες και πλάτωμα για παιχνίδι. Η ίδια ωφελήθηκε γιατί την αγκάλιασαν οι Πολυθεάτισσες που βοηθούσε με τα λίγα φάρμακα που είχε μαζί της, με συμβουλές της σε όλα τα γυναικεία θέματα. Μέχρι το τέλος της ζωής της ανέβαινε στο χωριό τουλάχιστον 2 φορές τον χρόνο. Συνήθως Αγίου Πνεύματος, Αύγουστο & Αγίου Δημητρίου. Μου έκανε εντύπωση ότι αρκετές κυρίες με το που έφθανε στο χωριό ανέβαιναν στο σπίτι μας να την καλωσορίσουν. Εμείς εκτός από το ότι είχαμε πεδίο δράσεως για παιχνίδι, για άσκηση & φιλίες, είχαμε και εμπειρικές γνώσεις που τα παιδιά των πόλεων δεν είχαν. Πώς γίνονται οι δρόμοι στα βουνά, οι μεταφορές χωρίς αυτοκίνητα, η υλοτομία, πώς έχουμε γάλα, πώς γίνεται το τυρί, το κρέας, το κοκορέτσι, εμπειρίες ατέλειωτες. Θα προσπαθήσω να περιγράψω το πρώτο μας ταξίδι στον παράδεισο Πολυθέα. . 

Ξεκινήσαμε από την Διδύμου για το σταθμό Λαρίσης, 500 μέτρα από το σπίτι μας· εκεί βρήκαμε την οικογένεια Νινίκα του Χρήστου: την κυρία Φανή, τον Δημήτρη και τον Σούλη. Η μητέρα μου και τα 3 αδέλφια θα ταξιδεύαμε με το ‘μουτζούρη’ για τα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Το πρώτο μου ταξίδι με τρένο! Είχα ακούσει πολλά για τον Μπράλο, τη Γέφυρα της παπαδιάς και άλλες πολλές, τα τούνελ, όλα πρωτόγνωρα και εντυπωσιακά ….! Στον Παλαιοφάρσαλο είχαμε αλλαγή από το ‘μουτζούρη’ που πήγαινε Θεσσαλονίκη στο ‘Οτομοτρίς’: αυτοκινητάμαξα- ιταλική μάρκα ‘Bretta’- Βόλος- Καλαμπάκα. Εκεί με τρόπο έμαθα από την μάνα μου να αποφεύγω της ‘ελληνικούρες’, καθώς η άλλη κυρία φώναζε κατ’ επανάληψη στην μετεπιβίβαση «προσοχή στις επισκευές», εννοώντας τις αποσκευές, μια και δεν ήθελε την ξένη λέξη βαλίτσα. Τελικά, μετά από πολλές στάσεις και πολύ κούνημα λόγω μετρικής γραμμής, φτάσαμε σε 2 ώρες στα Τρίκαλα. Εκεί, άλλες γνωριμίες· μάς περίμενε ο θείος Σωτήρης Μπάμπος με ένα ‘λαντό’. Επήγαμε και φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι τους όπου γνώρισα τη θεία μου τη Θυμιούλα. Εκεί είδα μερικά ερείπια από το σεισμό του 1955 και κάτι μαύρα πουλιά, τις καλιακούδες. Τελικά όλοι μιλούσαν κυρίως τη γλώσσα μου και σπανίως βλάχικα….. 

Μετά από 2 μέρες, αφού ψωνίσαμε και βάλαμε τα ψώνια σε καλάθια - άλλο κι αυτό- με λαντό πήγαμε στα ΚΤΕΛ Τρικάλων, μπήκαμε σε λεωφορείο με προορισμό όχι την Πολυθέα άλλα τα 3 Ποτάμια. Εκεί γνώρισα και την οικογένεια Γιαγκίνα: τις πρώτες μου ξαδέλφες Ολυμπία, Ντίνα, Ευγενία, τον θείο Χαράλαμπο και τη θεια Μαρίκα. Όλοι μαζί στο λεωφορείο που είχε στην οροφή σχάρα, όπου έβαζαν κοφίνια, καλάθια ακόμα και κότες, για να έχουμε αυγά στο χωριό. Άλλη έκπληξη στην Καλαμπάκα Τα Μετέωρα ….! (Ακόμα και σήμερα μετά από 60 χρόνια δε χορταίνω να τα βλέπω). Όμως τα δύσκολα άρχισαν μετά τα 10 χιλιόμετρα από την Καλαμπάκα. Η άσφαλτος τελείωνε στην γέφυρα του Γκίκα πριν τη φάρμα· χωματόδρομος, στροφές, σακούλες για εμετούς, πέρασμα μέσα από το ποτάμι τον Ασπροπόταμο πολλές φορές …. 

Στο τέλος φτάσαμε στα 3 Ποτάμια εκεί που το Κρανιώτικο και το Χαλικιώτικο ενώνεται και κυλά προς άλλα χωριά. Στα 3 Ποτάμια μάς περίμεναν 100 μουλάρια, άλογα, γαϊδουράκια, κάτω από τα πλατάνια μες την αλογόμυγα! Μερικοί συνταξιδιώτες θα έκαναν μέχρι και 16 χιλιόμετρα. Εμείς ήμαστε τυχεροί· είχαμε μόνο 3 χιλ. Οι αγωγιάτες ‘κυρατζήδες’ της Πολυθέας, Βάγιας, Τούλης, Χελιδώνης φόρτωναν βαλίτσες (ντέγκια, κουβέρτες) καλάθια και επιβάτες για το χωρίο 1 έως 1,30 ώρες δρόμο. 

Ήμαστε στο 1957· για πρώτη φόρα νοικιάσαμε σπίτι στο Αθανασέϊκο που είχε πυρποληθεί από τους ναζί. Το παλαιό σπίτι ήταν (ανταμικό) χωρισμένο στα 4 και αντιστοιχούσαν στα 4 πρώτα αδέλφια Αθανασίου. Στα 3 από τα 4 με αποζημιώσεις είχαν κτιστεί σπίτια, ενώ εμείς λόγω αθηναϊκής κατοίκησης δεν είχαμε σπίτι. Έτσι μείναμε στο σπίτι του Αθανασίου από την Λάρισα με το παρατσούκλι ο Καπούλας και ο γιος του ο Μαρκεζίνης. Το σπίτι δεν είχε ταβάνι και η μητέρα μου φώναζε από τον φόβο της, όταν έβλεπε να κινούνται νυφίτσες! Το πρόβλημα λύθηκε με τον παππού Δήμο Αθανασίου που κάθε βράδυ κοιμόταν στο σπίτι μας. Όταν έμαθαν στο χωριό τι φοβητσιάρα ήταν η μάνα μου, της κρέμασαν έξω από το σπίτι μας σ’ ένα δένδρο ένα φίδι που είχαν σκοτώσει, μια δεντρογαλιά. Τον επόμενο χρόνο μείναμε στην άλλη άκρη του χωριού, στο σπίτι Κωνσταντόπουλου και τέλος το 1959 τη χρονιά που ξανάκτισαν την κεντρική εκκλησία του χωριού μας, μείναμε δίπλα στην εκκλησία, στου Γκανάτση. Μαζί μας ο πρώτος μας ξάδελφος Νίκος Μαραγκός σε θέση εργολάβου με το συνεργείο του. 

Τα επόμενα 2-3 χρόνια μέχρι το 1963 μείναμε στο σπίτι του θείου μας Γιαγκίνα. Το 1958 ο δασικός δρόμος έφτασε στο χωριό μας. Ο ασφαλτόδρομος όμως έφτασε το 1984 όταν έγινα αιτία να εορταστεί η Ναυτική εβδομάδα στην Πολυθέα και ο τότε υπουργός ναυτιλίας Γιαννόπουλος, γαμπρός της Πολυθέας (Τεγοπούλου) ανέθεσε στο νομάρχη το επόμενο καλοκαίρι να αποκτήσει άσφαλτο η Πολυθέα, πράγμα που έγινε. Το 1962 έγινε το όνειρο του πάτερα μου πραγματικότητα! Μάστορες, πετράδες από το ηπειρώτικο χωριό Πραμάντα με αρχηγό τον μάστρο Παπαδάκο έκτισαν το σπίτι μας στην Πολυθέα. Μέχρι τότε οι τουαλέτες ήταν εκτός σπιτιού· η μητέρα μου όμως επέβαλε η τουαλέτα να είναι όπως στις πόλεις. Έτσι ήταν το πρώτο σπίτι με τουαλέτα εντός του κυρίως σπιτικού. Παραθέτω φωτογραφίες από τα χρονιά εκείνα. Ο πατέρας, φιλανθής από την Ηλιούπολη, δημιούργησε τον πρώτο ανθόκηπο στο χωριό, Σήμερα υπάρχουν πολλοί και πολύ καλύτεροι. Ο πατέρας ήθελε και εμείς δημιουργούσαμε. Εγώ, αγαπώντας αυτόν τον τόπο ονειρευόμουν δρόμους ασφαλτικούς, ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό στα σπίτια, ευκολίες που ήρθαν μετά από 20- 25 χρόνια. Παρόλα αυτά, το χωριό μας τότε ήταν ζωντανό, είχε παραγωγή τυροκομικών, υπήρχαν βιοτεχνίες τυροκομικών· παραθέτω τις Βότσιου, Νινίκα, Μάκα, Αθανασίου Αλέκου (Ζάνα) Αναστασίου Σύρμπα. Αυτές ήταν οι κασαρίες που γνώρισα ενώ παλιά υπήρχε και του Κωτίκα...


p Οι κύριοι από Αριστερά Αθανασίου Ανδρέας και Ξενοφών Νινικάς, Γιώργος Σωτήρης Μιζος,  δεν θυμάμαι, Νάσος Σελιωνης -  ¨Νάσο πιάσε τα βραχέα", Τάκης Σίμος "πρεφτος", εμπρός καθιστός Γιώργος Αναστασίου.  


pΑγωνία να στεγάσουμε την εκκλησιά πριν το  πανηγύρι( 8/9/1959).