Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Της Βικτώριας Νινίκα: "Σπαράγματα μνήμης - κασαρίες της Πολυθέας στη δεκαετία του 1960".

Πρόκληση για τον 21ο αιώνα συνιστά η προστασία κι η ανάδειξη της πολιτισμικής ταυτότητας μέσα στους ταχύτατους ρυθμούς της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας. Η Πολυθέα Ασπροποτάμου, μια μικρή ορεινή κοινότητα βλάχων, διατηρεί μνήμες προφορικής ιστορίας ενός όχι τόσο μακρινού παρελθόντος. Για την κατανόηση αυτού του παρελθόντος χρήσιμη είναι η παρατήρηση του παρόντος. Η Πολυθέα, λοιπόν, σήμερα, 2014, ενέχει στο χώρο της παραγωγικής δραστηριότητας ισχνή θέση, καθώς ευάριθμες οικογένειες απασχολούνται με την κτηνοτροφία, την υλοτομία, την οικοδομή, τον τουριστικό ξενώνα και το βακούφικο κατάστημα, ενώ το πλήθος των συμπατριωτών μας αντιμετωπίζουν τη διαμονή τους στο χωριό ως μέρος των καλοκαιρινών τους διακοπών.

     Μισό αιώνα πριν, το 1960, η Πολυθέα παρουσίαζε εντελώς διαφορετικό τοπίο, με μια παραγωγική δραστηριότητα δυναμική στο χώρο της παρασκευής και εμπορίας κασεριών, με μεταποιητική μονάδα αιχμής - για τα μέτρα της εποχής - τις περίφημες κασαρίες. Ας σκεφτούμε πως το χωριό είχε βγει μόλις από την αντάρα της κατοχής, την πυρπόλησή του από τους ναζί κατακτητές και τον εμφύλιο κι όμως παρουσίαζε αξιόλογη παραγωγική ανασυγκρότηση. Η Βικτώρια Νινίκα της οποίας ο πατέρας υπήρξε ένας από τους ιδιοκτήτες κασαρίας στη δεκαετία του 1960 μας παραθέτει μέσα από τα δικά της βιώματα “σπαράγματα μνήμης” εκείνης της περιόδου.

Φωτογραφία από το βιβλίο του Νίκου Μαλαβάκη, "Πολυθέα Ασπροποτάμου", σ. 35. 

Συγκεκριμένα στο κείμενο που της ζητήθηκε για τις ανάγκες της σημερινής εκδήλωσης (2 Αυγούστου – Γιορτή Κασαρίας) αναφέρει:

«Σπαράγματα μνήμης - κασαρίες της Πολυθέας  στη δεκαετία του 1960.
         Στο χωριό υπήρχαν  πέντε,  έξι, τυροκόμοι-τυρέμποροι οι οποίοι διατηρούσαν  μικρές τυροκομικές μονάδες, τις λεγόμενες κασαρίες (και όχι κασερίες). Η λειτουργία τους προσέδιδε κύρος-status στο χωριό σε σχέση με τα υπόλοιπα ασπροποταμίτικα χωριά που υπολείπονταν σε αριθμό κασαριών ή δεν είχαν καθόλου. Η ιδιοκτησία κασαρίας κι η εμπορία των προϊόντων της εθεωρείτο επάγγελμα με οικονομική επιφάνεια, καθώς απασχολούσε εργατικό δυναμικό.
    Οι κασαρίες  ήταν πετρόχτιστα, σκιερά κτίσματα με μικρά παράθυρα για να διατηρούνται χαμηλές θερμοκρασίες στο εσωτερικό τους. Λειτουργούσαν από την άνοιξη  μέχρι και τις αρχές Ιούλη. Παρήγαγαν δε εξαιρετικής ποιότητας κασέρια και βουτυρα σε σχέση με τη χειμωνιάτικη παραγωγή του κάμπου. Κάθε έμπορας είχε τα χωριά του παραλαβής πρώτης ύλης (ο πατέρας μου είχε Παχτούρι, Δέση, Τυφλοσέλι κ.α.). Το γάλα αφού είχε υποστεί μια πρώτη κατεργασία (μπασκί) ερχόταν φορτωμένο στα άλογα από τους κερατζήδες στην κασαρία .
     Το κτίσμα της κασαρίας είχε στο μπροστινό του μέρος  το λεγόμενο «εργατικό» όπου γινότανε η περαιτέρω επεξεργασία του κασεριού, καθώς επίσης και τις μηχανές στις οποίες παρασκευάζονταν το βούτυρο. Στο εργατικό υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος εργασίας όπου οι κασερομάστορες ζυμώνανε το χαμούρι, (τη ζύμη  του κασεριού). Κατόπιν την κατεργασμένη ύλη την τοποθετήσουν στα καλούπια (μεταλλικοί κύλινδροι) τα οποία με τη σειρά τους έμπαιναν για ωρίμανση σε ξύλινα τιζάχια (ξύλινες ραφιέρες)  στο υπόλοιπο κτίσμα της κασαρίας, που χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος. Μετά την ωρίμανση, ερχότανε το φορτηγό  (μιλάμε για χιλιάδες κιλά  ) που μετέφερε τα κασέρια στα Τρίκαλα συσκευασμένα σε λινάτσες  κι από εκεί  με τα φορτηγά-ψυγεία  στην Αθήνα για κατανάλωση». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου